γιγνομένῃ

γιγνομένῃ
γίγνομαι
come into a new state of being
pres part mp fem dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γιγνομένη — γίγνομαι come into a new state of being pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Thrasymachus — (Θρασύμαχος) (ca. 459 400 BCE) was a sophist of Ancient Greece best known as a character in Plato s Republic . The Historical ThrasymachusThrasymachus was a citizen of Chalcedon, on the Bosphorus. His career appears to have been spent as a… …   Wikipedia

  • Trasímaco — (Θρασύμαχος) (459 400 a. C.) fue un ciudadano de Calcedonia en el Bósforo. Contenido 1 Biografía y obra 2 Citas 3 Notas 4 …   Wikipedia Español

  • Фрасимах — (Θρασύμαχος) (ок. 459 400 гг. до н. э.)  древнегреческий софист, наибольшую известность получил как персонаж диалога Платона «Государство». Содержание 1 Фрасимах в истории 2 Фрасимах у Платона …   Википедия

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • μεσεύω — (Α) [μέσος] 1. είμαι ή βρίσκομαι στο μέσο, κατέχω το μέσο μεταξύ δύο («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας, ἧς ἀεὶ δεῑ μεσεύειν τὴν πολιτείαν», Πλάτ.) 2. στέκομαι στη μέση («τὸ δὲ τῶν Ἑλλήνων γένος… …   Dictionary of Greek

  • μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… …   Dictionary of Greek

  • περιρροή — ἡ, Α [περιρρέω] 1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.) 2. το ρευστό …   Dictionary of Greek

  • ποδίκρα — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις πρὸς πόδα γιγνομένη. Λάκωνες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. πούς, ποδός, παραμένει, όμως, δυσερμήνευτος και είναι πιθ. εσφαλμένος] …   Dictionary of Greek

  • συναρμόζω — ΝΜΑ, και αττ. τ. συναρμόττω Α συνδέω επιμέρους τμήματα προκειμένου να συγκροτήσω ένα αρμονικό και ενιαίο σύνολο, συναρμολογώ («ὀλόμενον σκάφος συναρμόσας ὁ Πριαμίδας», Ευρ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) κάνω στέρεη σύνδεση, στερεώνω μσν. μέσ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”